βολκός

βολκός
ο сеть (чаще для ловли угрей)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βολκός" в других словарях:

  • βολκός — ο αλιευτικό εργαλείο που μοιάζει με επίμηκες κυλινδρικό δικτυωτό καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική είναι η υπόθεση ετυμολογήσεως του βολκός < *Fολκός (< ολκός < έλκω), λόγω του ότι δεν υπάρχουν μαρτυρίες της λ. με δίγαμμα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»